Δημοσίευση στο Blog του Ινστιτούτου Ανταγωνισμού Επιχειρήσεων
Άρθρο Michelle Minton
Σε μια προηγούμενη δημοσίευση, περιέγραψα πώς, με τη χρήση στατιστικού ταχυδακτυλουργικού κόλπου, τα συμφέροντα που αντιτάσσονται στο άτμισμα κατάφεραν να εξάγουν τον μεγάλο αμερικανικό πανικό για το άτμισμα σε χώρες σε όλο τον κόσμο. Όμως, η λανθασμένη χρήση των δεδομένων της έρευνας δεν είναι το μοναδικό “μαγικό τρικ” που χρησιμοποιούν αυτοί που επιδιώκουν την απαγόρευση των ατμιστικών προϊόντων με νικοτίνη. Σε αυτήν την ανάρτηση, συζητώ μια άλλη προσέγγιση που μεταχειρίζονται οι ακτιβιστές κατά του ατμίσματος, μια που είναι αναμφισβήτητα πολύ πιο επικίνδυνη: Η ηθική.
Αψηφώντας την ιστορία, την επιστήμη και την ανθρώπινη φύση, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προετοιμάζονται με την ιδέα της απαγόρευσης. Ενώ διατηρούν εύκολη την πρόσβαση στα καύσιμα τσιγάρα, οι κυβερνώντες εξετάζουν όλο και περισσότερο πολιτικές για την απαγόρευση, τη φορολόγηση ή τον περιορισμό σε μεγάλο βαθμό των μη εύφλεκτων μορφών νικοτίνης. Με τέτοιου είδους πολιτικές, μεταξύ άλλων, οι καπνιστές συνεχίζουν το κάπνισμα και ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πεθαίνουν.
Δεν έχει και πολύ νόημα να αποδείξουμε ότι οι βλάβες που σχετίζονται με τη νικοτίνη, όπως και με οποιαδήποτε άλλη ουσία, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο χρήσης της. Αυτό είναι απλώς ένα γεγονός, τόσο αληθινό όσο το ρητό ότι “η δόση δημιουργεί το δηλητήριο”. Σίγουρα, η νικοτίνη μπορεί να είναι δηλητηριώδης εάν καταναλώνεται σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, αλλά το ίδιο ισχύει και για το νερό. Τα συνταγογραφημένα παυσίπονα μπορεί επίσης να είναι επικίνδυνα αν γίνεται κατάχρηση, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο τα χρησιμοποιούν συνεχώς χωρίς να είναι εθισμένοι ή να λαμβάνουν υπερβολική δόση.
Το ίδιο ισχύει και για τη νικοτίνη. Αν χρησιμοποιείται σε μέτριες ποσότητες, η νικοτίνη δεν είναι ιδιαίτερα επιβλαβής και έχει αποδειχθεί ότι είναι ευεργετική για ορισμένες καταστάσεις. Επίσης, δεν είναι τόσο εθιστική όσο ορισμένοι συνεχίζουν να επιμένουν (εξ ου και δεν παρατηρούνται “εθισμένοι” από τις τσίχλες και τα επιθέματα νικοτίνης). Όμως, όπως και με τα συνταγογραφούμενα οπιοειδή, την καφεΐνη, το αλκοόλ, το Adderall, καθώς και με κάποιες λιγότερο κοινωνικά αποδεκτές ουσίες, υπάρχουν τρόποι κατανάλωσης νικοτίνης που είναι σχετικά ασφαλείς και τρόποι που είναι σημαντικά επιβλαβείς.
Δυστυχώς, τα πιο δημοφιλή μέσα κατανάλωσης νικοτίνης συνεχίζουν να είναι στη θανατηφόρα μορφή τους: τα καύσιμα τσιγάρα καπνού, τα οποία ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι σκοτώνουν περίπου τους μισούς από αυτούς που διατηρούν τη συνήθεια για όλη τους τη ζωή. Ακόμη και με πολλές θεραπείες αντικατάστασης νικοτίνης διαθέσιμες χωρίς ιατρική συνταγή και συχνά χωρίς κόστος, οι περισσότεροι χρήστες νικοτίνης στον κόσμο συνεχίζουν να λαμβάνουν αυτή τη νικοτίνη καπνίζοντας. Αλλά όχι παντού. Σε μερικές χώρες, το κάπνισμα εκτοπίζεται από ασφαλέστερες μορφές παροχής νικοτίνης. Και όπου συμβαίνει αυτό, βλέπουμε ήδη τα οφέλη σε ότι αφορά στην υγεία του πληθυσμού.
Η επιτυχία που αγνοήθηκε
Το Snus, εάν δεν είστε εξοικειωμένοι, είναι υγρός καπνός σε μασώμενη μορφή. Ενώ διατίθεται σε πολλές χώρες, έχει αποκτήσει ευρεία δημοτικότητα στη Σουηδία, όπου χρησιμοποιείται από τον 17ο αιώνα. Ξεκινώντας τη δεκαετία του 1980, καθώς οι κίνδυνοι του καπνίσματος έγιναν ευρύτερα γνωστοί, οι Σουηδοί άρχισαν να μεταβαίνουν μαζικά από το κάπνισμα στη χρήση snus, με περίπου 21 τοις εκατό των Σουηδών ανδρών να ταξινομούνται ως “τρέχοντες χρήστες” έως το 2016. Από την άλλη πλευρά, μόλις περίπου το 7 τοις εκατό του ενήλικου πληθυσμού στη Σουηδία συνεχίζει να καπνίζει (με μόλις 5 τοις εκατό σε καθημερινή βάση). Αυτό σημαίνει ότι η Σουηδία δεν έχει μόνο τη χαμηλότερη επικράτηση του καπνίσματος στην Ευρώπη, αλλά και τα χαμηλότερα ποσοστά ασθενειών που σχετίζονται με το κάπνισμα, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα και ο καρκίνος του στόματος. Αντιθέτως, το μέσο ποσοστό καπνίσματος στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση που απαγορεύει το snus, παραμένει στο 26%.
Η Σουηδία δεν είναι η μόνη που επιτυγχάνει πραγματική επιτυχία στη δημόσια υγεία προσφέροντας στους καταναλωτές μια ασφαλέστερη εναλλακτική λύση για τη νικοτίνη. Στην Ιαπωνία, οι μειώσεις στις πωλήσεις τσιγάρων έχουν τετραπλασιαστεί μετά την εισαγωγή του IQOS της Philip Morris International γύρω στο 2014. Δηλαδή, ενώ οι πωλήσεις τσιγάρων μειώθηκαν κατά μέσο όρο 2% ετησίως μεταξύ 2011 και 2015, μειώθηκαν κατά ένα επιβλητικό 10% ετησίως μεταξύ 2015 και 2018.
Επειδή το IQOS θερμαίνει τον καπνό χωρίς να τον καίει, ο ατμός που παράγεται από τη συσκευή περιέχει πολύ λιγότερες επιβλαβείς και καρκινογόνες ενώσεις. Έτσι, ενώ ο ακριβής κίνδυνος είναι άγνωστος, τα προϊόντα θερμαινόμενου καπνού αναμένεται να ενέχουν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο από το παραδοσιακό κάπνισμα, κάτι που επιβεβαίωσε πρόσφατα και η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων(FDA). Έτσι, καθώς περισσότεροι Ιάπωνες ενήλικες μεταβαίνουν από το κάπνισμα σε προϊόντα θερμαινόμενου καπνού, οι αξιωματούχοι αναμένουν ότι οι ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα θα μειωθούν επίσης.
Παρόμοια αποτελέσματα έχουν παρατηρηθεί στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι κυβερνήσεις αποδέχονται ή, τουλάχιστον, ανέχονται τα “ηλεκτρονικά τσιγάρα” ως ασφαλέστερη εναλλακτική λύση για το κάπνισμα. Και οι δύο χώρες παρουσίασαν επιταχυνόμενη μείωση του καπνίσματος που είναι μεγαλύτερη από τις μειώσεις που παρατηρούνται σε χώρες, όπως η Αυστραλία, που έχουν ουσιαστικά απαγορεύσει αυτά τα προϊόντα. Γεγονός είναι ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο πράγματι προωθεί προϊόντα ατμού με νικοτίνη για τους καπνιστές, τα ποσοστά καπνίσματος έχουν μειωθεί εντυπωσιακά κατά 16% από το 2006. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα ηλεκτρονικά τσιγάρα δεν είναι τόσο ευπρόσδεκτα, τα ποσοστά καπνίσματος έχουν μειωθεί μόνο κατά 6% την ίδια χρονική περίοδο.
Αυτό που κάνουν η Σουηδία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, κατά κύριο λόγο, ονομάζεται μείωση των βλαβών. Αυτή η προσέγγιση, ενώ αναγνωρίζει ότι οι ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις για το κάπνισμα μπορεί να μην είναι εντελώς απαλλαγμένες από κίνδυνο (άλλωστε τίποτα δεν είναι), αναγνωρίζει εξίσου ότι οποιαδήποτε απόπειρα εξαναγκασμού κάθε ενήλικου να απέχει από τη χρήση νικοτίνης είναι αδύνατη και ανήθικη. Όμως, ενώ δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τη χρήση νικοτίνης, μπορούμε να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να τη χρησιμοποιούν με τρόπους που είναι λιγότερο επιβλαβείς.
Αυτή η αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης και των ορίων της δημόσιας υγείας βασίζεται στην ιδέα της μείωσης των βλαβών, μια προσπάθεια που έχει γίνει ευρέως αποδεχτή σε σχεδόν όλους τους υπόλοιπους τομείς της πολιτικής για την υγεία. Προσφέρουμε καθαρές βελόνες σε άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εξάπλωση νόσων, παρέχουμε μεθαδόνη σε εξαρτημένους από οπιοειδή για την πρόληψη από υπερβολική δόση και υποτροπή και να εκπαιδεύσουμε τους νέους σχετικά με το ασφαλές σεξ και τη χρήση προφυλακτικών για την πρόληψη ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων. Ακόμη και η απαίτηση χρήσης κράνους και ζωνών ασφαλείας για την ελαχιστοποίηση των τραυματισμών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα είναι μια μορφή ελαχιστοποίησης των βλαβών. Οι επαγγελματίες στον τομέα της δημόσιας υγείας συμφωνούν ότι η μείωση των βλαβών είναι πιο αποτελεσματική για τη δημόσια υγεία από το να φυλακίζονται για παράδειγμα οι τοξικομανείς, να απαγορεύονται οι μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα ή να απαγορεύεται το σεξ στους εφήβους. Όχι όμως όταν πρόκειται για νικοτίνη.
Η άρνηση για τη μείωση της βλάβης
Η επιτυχία που σημείωσαν αυτές οι χώρες στη μείωση του καπνίσματος και των ασθενειών που σχετίζονται με το κάπνισμα επιτρέποντας στους καπνιστές πρόσβαση σε λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές λύσεις είναι αναμφισβήτητη. Ωστόσο, η άρνηση είναι ο δρόμος που επιλέγεται από έναν αυξανόμενο αριθμό ισχυρών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και ενώ τα στοιχεία συνεχίζουν να δείχνουν ότι η χρήση νικοτίνης χωρίς καύση εξαλείφει το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου που σχετίζεται με το κάπνισμα, ο αριθμός των χωρών που απαγορεύουν αυτά τα εναλλακτικά προϊόντα συνεχίζει να αυξάνεται.
Όπως συζητήθηκε στο Μέρος Ι της σειράς, αυτές οι απαγορεύσεις συνήθως διατυπώνονται στη γλώσσα “εύλογων περιορισμών” και όχι της πλήρους απαγόρευσης. Η Αυστραλία απαγορεύει την πώληση ατμιστικών προϊόντων με νικοτίνη και ενδέχεται σύντομα να αποτρέψει την εισαγωγή τους από το εξωτερικό, αλλά όπως σπεύδει να επισημάνει ο υπουργός Υγείας Greg Hunt, δεν “απαγορεύονται”. Οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα ακόμη να πάρουν νικοτίνη με ιατρική συνταγή. Φυσικά, αυτό απαιτεί από εκείνους να βρουν έναν γιατρό διατεθειμένο να γράψει μια τέτοια συνταγή, από τους οκτώ που υπάρχουν μόνο στο χώρο.Ακόμα κι αν καταφέρει κάποιος να πάρει αυτήν τη συνταγή, τότε θα πρέπει να βρει έναν φαρμακοποιό με εξουσιοδότηση να εισαγάγει και να πουλήσει αυτήν τη νικοτίνη, για την οποία σύμφωνα με πληροφορίες απαιτείται μεγάλη σημαντική ποσότητα εγγράφων και αντιμετώπιση παρακωλύσεων. Δεν είναι σαφές πόσοι έχουν περάσει ή πρόκειται να περάσουν από αυτήν τη διαδικασία αδειοδότησης.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε μικρότερο βαθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα μέτρα απαγόρευσης έχουν ως επίκεντρο τον περιορισμό του πού μπορούν να αγοραστούν τα ατμιστικά προϊόντα με νικοτίνη, απαγόρευση των μη καπνικών γεύσεων, αύξηση των τιμών μέσω της φορολογίας και καθορισμός μέγιστου ποσοστού νικοτίνης που μπορεί να περιέχεται. Αν και είναι λιγότερο περιοριστικές από την ποινικοποίηση των προϊόντων, αυτές οι πολιτικές παράγουν πολλές από τις ίδιες ανεπιθύμητες συνέπειες με τις απόλυτες απαγορεύσεις.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, που απαγόρευσε τα τσιγάρα μενθόλης από τον περασμένο Μάιο, οι καπνιστές που αναζητούν αυτή την αίσθηση μέντας έχουν στραφεί σε κάθε είδους δυνητικά επικίνδυνες στρατηγικές χειροποίητων κατασκευών(DIY). Ακόμη και ελαφρύτεροι περιορισμοί, όπως η απαγόρευση του Σαν Φρανσίσκο για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα με αρωματικές γεύσεις ή ο υψηλός φόρος στα ηλεκτρονικά τσιγάρα στη Μινεσότα γύρισε μπούμερανγκ, αφού έγινε η αιτία για να καπνίζουν περισσότεροι άνθρωποι τα παραδοσιακά τσιγάρα.Και, φυσικά, η απαγόρευση της Αυστραλίας για τα ατμιστικά προϊόντα με νικοτίνη έχει οδηγήσει πολλούς Αυστραλούς να αγοράζουν συμπύκνωμα νικοτίνης από το εξωτερικό, μια πρακτική που είναι μάλλον απίθανο να σταματήσει εάν η κυβέρνηση κλείσει το υπάρχον “παραθυράκι”.
Το δόγμα του ελέγχου του καπνού
Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το ζήτημα μπορεί να αναρωτιούνται γιατί όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν περιορισμούς στα ατμιστικά προϊόντα με νικοτίνη, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία για τα οφέλη τους και κατά της απαγόρευσης, είναι τόσο σαφή. Δυστυχώς, η απάντηση είναι ότι οι νόμοι που καθορίζουν τα πλαίσια για τις ψυχαγωγικές ουσίες, σπάνια βασίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία. Τις περισσότερες φορές, βασίζονται στην κοινή γνώμη, η οποία έχει ακόμη λιγότερη σχέση με αποδεικτικά στοιχεία.
Λίγοι από εμάς έχουν το ακαδημαϊκό υπόβαθρο για την κατανόηση μιας επιστημονικής έρευνας και ακόμη και εκείνοι από εμάς που έχουν αυτό το υπόβαθρο δεν έχουν συχνά το χρόνο να τη διαβάσουν εάν δεν σχετίζεται άμεσα με το έργο τους. Οι περισσότεροι απλώς απορροφούν την επικρατούσα ρητορική για επιστημονικά ζητήματα που συζητούνται. Πιστεύουμε σε αυτό που επαναλαμβανόμενα προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης, σε αυτά που πρεσβεύουν οι φίλοι και η οικογένειά μας, ή εμπιστευόμαστε την οπτική των έγκριτων αρχών.
Τα άτομα και οι ομάδες που αποτελούν το κίνημα ελέγχου καπνού, το γνωρίζουν αυτό. Γνωρίζουν ότι με αρκετό χρόνο, χρήμα και επιρροή, μπορούν να δημιουργήσουν όποια ρητορική θέλουν ακόμη και αν έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την υπάρχουσα επιστήμη. Και, εδώ και δεκαετίες, αυτό έχουν αρχίσει να κάνουν.
Οι άνθρωποι, γενικά, αντιτάσσονται σε πρωτοβουλίες που αφορούν τη δημόσια υγεία και στοχεύουν στον έλεγχο των προσωπικών επιλογών των ανθρώπων για το καλό τους. Αλλά, όπως έμαθαν οι υποστηρικτές από τον αγώνα τους κατά του καπνίσματος, εάν το κοινό μπορεί να πειστεί ότι μια επιλογή ενέχει κινδύνους, όχι μόνο για το άτομο που το κάνει, αλλά και για εκείνους γύρω του, μπορούν να παρακάμψουν το δύσκολο ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών και να επιστρατεύσουν τους μη χρήστες για τον σκοπό τους.
Αυτό είναι κάτι που έκαναν και οι ακτιβιστές πάνω στο ζήτημα της υγείας των παιδιών και του παθητικά εισπνεόμενου καπνού. Όπως είπε η εκπρόσωπος της ομάδας πίεσης κατά του καπνού, Anne Marie O'Keefe το 1992, “οι επιθέσεις ενάντια στους καπνιστές μεμονωμένα, ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν,” επειδή, όπως είπε, “έτσι το θέμα παρέμενε στην αρένα πάλης για τα ατομικά δικαιώματα, τις ατομικές προσωπικές ελευθερίες, όπου αυτός ο αγώνας επρόκειτο να χαθεί.” Ωστόσο, υπήρχαν δύο ζητήματα τα οποία δεν μπορούσαν να παραβλέψουν εκείνοι που υποστηρίζουν τα ατομικά δικαιώματα, όπως αναγνώρισε ο επί μακρόν ακτιβιστής κατά του καπνίσματος Stanton Glantz: το παθητικό κάπνισμα και τα παιδιά. Αλλά το θέμα πάντα ήταν να σταματήσουν οι ενήλικες το κάπνισμα. Όπως σημείωσε ο Glantz σε μια ομιλία του, το 1983 στο Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο για τον Καπνό και την Υγεία, “οι επιπτώσεις του ακούσιου καπνίσματος στους μη καπνιστές, πιθανότατα κατέχουν το κλειδί για τον έλεγχο και τη μείωση του πρωτογενούς καπνίσματος”. Δεν είχε άδικο.
Κυβερνητικές εκθέσεις, μεροληπτικές μελέτες και διαφημίσεις για τη δημόσια υγεία, που πληρώνονται από φόρους που εισπράττονται από τους καπνιστές, έπεισαν ουσιαστικά μεγάλο μέρος του κοινού, ότι οι καπνιστές δεν βλάπτουν μόνο τους ίδιους, αλλά ασκούν μια “πράξη επιθετικότητας” εναντίον εκείνων που βρίσκονται γύρω τους.
Για χρόνια υπήρχαν τρομακτικά πρωτοσέλιδα σχετικά με το πόσο επικίνδυνος είναι ο παθητικά εισπνεόμενος καπνός, ακόμη πιο επικίνδυνος και από το κάπνισμα (αν και χωρίς καμία εξήγηση για το πώς αυτό θα μπορούσε να είναι δυνατό) φόβιζαν με επιτυχία τους μη καπνιστές να νομοθετήσουν τους καπνιστές στο περιθώριο της κοινωνίας. “Σήμερα οι καπνιστές στριμώχνονται στις πόρτες και αποχωρούν εκτάκτως από τις συναντήσεις του γραφείου,” δήλωσε κομπάζοντας ο περίφημος ακτιβιστής κατά του καπνού Simon Chapman το 2002. Ωστόσο, παρά τη ρητορική, αυτή η προσπάθεια δεν είχε καμία σχέση με την προστασία των μη καπνιστών από τους πιθανούς κινδύνους του παθητικά εισπνεόμενου καπνού.
Στιγματίζοντας τους ίδιους τους καπνιστές, απεικονίζοντας τους ως βρώμικους, αμόρφωτους και εξαιρετικά επικίνδυνους, οι αντικαπνιστές ήλπιζαν πως θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους καπνιστές να “κάνουν το σωστό για τον εαυτό τους”. Όπως έγραψε ο Glantz το 2000, η νομοθεσία για τον αέρα σε εσωτερικούς χώρους, μειώνει το κάπνισμα επειδή υποβαθμίζει το δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης για αυτό, ορίζοντας σιωπηρά το κάπνισμα ως αντικοινωνική πράξη”. Έτσι, όταν οι υποστηρικτές κατά του καπνού αποφάσισαν ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ήταν εξίσου κακά με το κάπνισμα, απλώς αντιγράφουν και επικολλούν τις στρατηγικές κατά του καπνίσματος σε αυτήν τη νέα κατηγορία προϊόντων για να πείσουν το κοινό ότι δεν διαφέρουν.
Όπως με το κάπνισμα στο παρελθόν, οι ακτιβιστές κατά του ατμίσματος διαμόρφωσαν την αντίθεσή τους στα ηλεκτρονικά τσιγάρα, όχι ως ζήτημα προσωπικής επιλογής, αλλά ως προσπάθεια προστασίας των νέων από το αρπακτικό που ονομάζεται καπνοβιομηχανία. Για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως εκείνους που βρίσκονται στην κυβέρνηση, ο φόβος να κατηγορηθούν ότι έβαλαν τις μεγάλες επιχειρήσεις πάνω από την υγεία των παιδιών ήταν αρκετός για να ταχτούν υπέρ του σκοπού των ακτιβιστών ή, τουλάχιστον για να σιωπήσουν οι σκεπτικιστές.
Όμως, η συζήτηση για τις μορφές παροχής νικοτίνης με χαμηλό κίνδυνο δεν αφορούσε πράγματι ποτέ τα παιδιά, τους παρευρισκόμενους ή ακόμα και στον κίνδυνο που ενδέχεται να θέτουν τα προϊόντα τους χρήστες. Η αντίθεση στα ηλεκτρονικά τσιγάρα πηγάζει από το δόγμα, τη νοοτροπία του ελέγχου του καπνού που υποστηρίζει ότι η απόλαυση της νικοτίνης - ανεξάρτητα από τη βλάβη - είναι απαράδεκτη αμαρτία. Οι αμαρτωλοί μπορούν να λάβουν άφεση αμαρτιών, αλλά μόνο μέσω τιμωρίας, είτε υποφέροντας στη δυστυχία του να προσπαθήσουν να κόψουν μαχαίρι το κάπνισμα, είτε υπομένοντας το μόχθο και τις παρενέργειες της διακοπής μέσω φαρμακευτικής αγωγής ή εάν αυτές οι μέθοδοι αποτύχουν, αρρωσταίνοντας και πεθαίνοντας. Αυτή η ταλαιπωρία δεν είναι μόνο τιμωριτική, αλλά και αποτρεπτική. Η εμφάνιση προϊόντων νικοτίνης που είναι ευχάριστα και δεν προκαλούν ασθένεια ή θάνατο αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το δόγμα του καπνού.
Έτσι, όσοι αντιτίθενται στα ηλεκτρονικά τσιγάρα για ηθικούς λόγους, διεξήγαγαν μια εκστρατεία αποστολής μηνυμάτων - παρόμοια με τις προσπάθειες των μεγάλων καπνοβιομηχανιών να υποβαθμίσουν τους κινδύνους του καπνίσματος – για να αγνοήσουν ή να σιωπήσουν οποιαδήποτε στοιχεία ή οποιοδήποτε άτομο μπορεί να αμφισβητήσει το παραμύθι τους ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα αποτελούν απειλή για δημόσια υγεία. Για πολλούς, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Όχι και τόσο ευγενή ψεύδη
Όμως, δεν είναι όλοι όσοι φέρουν τη σημαία του Ελέγχου του Καπνού αληθινά πιστοί στο σκοπό τους. Μερικοί παρακινούνται από επίγεια μελήματα όπως η δύναμη, τα χρήματα και το κύρος. Ολόκληρες σταδιοδρομίες και οργανισμοί έχουν χτιστεί από τα δισεκατομμύρια που προορίζονταν για να σταματήσουν τη μάστιγα του καπνίσματος - χρήματα που απειλούνται από προϊόντα που θα μπορούσαν πραγματικά να επιτύχουν αυτόν τον στόχο. Οι κυβερνήσεις, επίσης, έχουν πολλά να χάσουν, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών εσόδων που προέρχονται από την πώληση παραδοσιακών τσιγάρων, μέσω φόρων, πληρωμών βάσει πωλήσεων που πραγματοποιούνται από τις εταιρείες καπνού ή μεριδίων ιδιοκτησίας σε εταιρείες καπνού. Οι πολιτικοί απολαμβάνουν μια συνεχή ροή δωρεών τόσο από εταιρείες καπνού όσο και από φαρμακευτικές εταιρείες, βιομηχανίες δηλαδή, που απειλούνται από τον ανταγωνισμό προϊόντων όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα. Και πολλοί άλλοι είναι απλά πολύ φοβισμένοι ή ανίσχυροι για να αντιταχθούν στο ορθό δόγμα του Ελέγχου του Καπνού, που έχει στο ιστορικό του επιθέσεις, αποσύρσεις χρηματοδοτήσεων, καταβαραθρώσεις και αφορίσεις αποστατών.
Με λίγα λόγια, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πανικός κατά του ατμίσματος που ξεκίνησε στις ΗΠΑ έχει εξαπλωθεί, όπως ένας ιός, σε όλο τον κόσμο. Είναι απλώς ευκολότερο και πιο κερδοφόρο για τους περισσότερους ανθρώπους όπως και ομάδες που εμπλέκονται, να πιστεύουν ότι η νικοτίνη, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι κακή και πρέπει να απαγορευτεί, ανεξάρτητα από το τι λέει η επιστήμη για το πόσο ασφαλής μπορεί να είναι ή πόσες ζωές θα μπορούσε να σώσει. Και αυτά τα διεστραμμένα κίνητρα έχουν επιτρέψει σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων και συμφερόντων να επωφεληθούν εις βάρος της ατομικής αυτονομίας, της δημόσιας υγείας και της επιστήμης.
Πηγή: https://cei.org/blog/how-us-spreads-fake-vaping-fears-part-ii